τοκογλύφος — one who marks down his interest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφος — ο αυτός που δανείζει με τόκο ανώτερο από το νόμιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκογλύφοι — τοκογλύφος one who marks down his interest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφοις — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφον — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφου — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφους — τοκογλύφος one who marks down his interest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφων — τοκογλύφος one who marks down his interest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκογλύφῳ — τοκογλύφος one who marks down his interest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek